ἐντροπίας

ἐντροπίας
ἐντροπίᾱς , ἐντροπία
twists
fem acc pl
ἐντροπίᾱς , ἐντροπία
twists
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἐντροπίᾱς , ἐντροπίας
masc acc pl
ἐντροπίᾱς , ἐντροπίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • τζάουλ — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα έργου, ενέργειας και ποσότητας θερμότητας, ισοδύναμη με το έργο που παράγεται από μια δύναμη ενός νιούτον όταν αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της κατά τη διεύθυνση και φορά της επί μήκος ενός μέτρου, μονάδα που… …   Dictionary of Greek

  • Γκιμπς, Τζοσάια Γουίλαρντ — (Josiah Willard Gibbs, Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1839 – 1903).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1863 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη Γερμανία. Επέστρεψε στο Νιου Χέιβεν το …   Dictionary of Greek

  • Πλανκ, Μαξ — (Planck). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κίελο 1858 – Γκέτινγκεν 1947). Η φήμη του είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την ανακάλυψη της κβάντωσης της ενέργειας (1900), η οποία άνοιξε το δρόμο για όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις της κβαντικής φυσικής …   Dictionary of Greek

  • ἐντροπίαν — ἐντροπίᾱν , ἐντροπία twists fem acc sg (attic doric aeolic) ἐντροπίᾱν , ἐντροπίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἐντροπίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρένιους, Σβάντε Άουγκουστ — (Svante August Arrhenius, Βικ, Ουψάλα 1859 – Στοκχόλμη 1927). Σουηδός χημικός και φυσικός, ένας από τους ιδρυτές της φυσικοχημείας. Άρχισε τις σπουδές του στην Ουψάλα και τις συνέχισε στη Στοκχόλμη, όπου υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του (1884) …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερη ενέργεια — Θερμοδυναμική καταστατική συνάρτηση (F), η οποία δίνει το ποσό του έργου που μπορεί να παράγει ένα σύστημα κατά τη διάρκεια μιας ισόθερμης διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, το απειροστό έργο που παράγεται από το σύστημα κατά την παραπάνω μεταβολή… …   Dictionary of Greek

  • Κλαούζιους, Ρούντολφ Γιούλιους Ιμάνουελ — (Rudolf Julius Emmanuel Clausius, Κέσλιν, Πομερανία 1822 – Βόνη 1888). Γερμανός φυσικομαθηματικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Χάλε και στη συνέχεια δίδαξε στη Βασιλική Σχολή Μηχανικού και Πυροβολικού στο Βερολίνο. Κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • ἐντροπίην — ἐντροπία twists fem acc sg (epic ionic) ἐντροπίας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”